είδηση

είδηση
Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω του Τύπου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης ή άλλων μέσων μαζικής ενημέρωσης. πρακτορεία ε. Οργανισμοί συλλογής, επεξεργασίας και διακίνησης ε., φωτογραφιών και άλλων πληροφοριών. Πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα του 19ου αι. και διακρίνονται σε διεθνή και εθνικά. Τα διεθνή καλύπτουν ειδησεογραφικά όλες τις χώρες, ενώ τα εθνικά περιορίζονται σε ε. που αφορούν την περιοχή τους ή απλώς τη χώρα τους. Τα πιο γνωστά διεθνή πρακτορεία είναι: Ρόιτερ (Reuters), Ασοσιέιτεντ Πρες (Associated Press, AP), Γαλλικό Πρακτορείο (AFP, πρώην HAVAS), Ηνωμένος Διεθνής Τύπος (United Press International, UPI). Άλλα μεγάλα πρακτορεία είναι το γερμανικό DPA, το ιταλικό ANSA, το ισπανικό EFE κλπ. Επίσης, υπάρχουν και τηλεοπτικά πρακτορεία ειδήσεων (Reuters TV, CNN, AP-TV, WNT κ.ά.), τα οποία μεταδίδουν τις ε. μαγνητοσκοπημένες. Οι δορυφορικές μεταδόσεις, το Ίντερνετ και η καλωδίωση επιτρέπουν την άμεση μετάδοση της ε., γεγονός που έχει αξιοποιηθεί από όλα τα διεθνή πρακτορεία και τα τηλεοπτικά κανάλια. Αθηναϊκό Πρακτορείο Ε. (ΑΠΕ). Ανώνυμη εταιρεία του δημοσίου. Ιδρύθηκε το 1895 ως ιδιωτική επιχείρηση από τον I. Στεφανόπολι σε συνεργασία με το Γαλλικό Πρακτορείο HAVAS. Το 1906 το ΑΠΕ αγοράστηκε από το δημόσιο και το 1931, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, αναδιοργανώθηκε σε δημοσιογραφικό οργανισμό. Με το Π.Δ. 150/1994 το ΑΠΕ μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία του Δημοσίου (Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων Α.Ε.-ΑΠΕ Α.Ε.) με έδρα την Αθήνα. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποτελείται από 7 μέλη· ο πρόεδρος-γενικός διευθυντής και δύο μέλη ορίζονται από την κυβέρνηση, ενώ τα άλλα τέσσερα μέλη είναι εκπρόσωποι της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Θεσσαλονίκης, της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και των εργαζομένων στο ΑΠΕ. Συνεργάζεται με τα διεθνή πρακτορεία Ρόιτερ, Γαλλικό, Γερμανικό, Ρωσικό, Κινεζικό και πολλά εθνικά πρακτορεία ειδήσεων. Χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό σύστημα διακίνησης των ε. του και διαθέτει on-line ηλεκτρονικό φωτογραφικό αρχείο (ελληνικό και διεθνές) και τράπεζες δεδομένων, βιογραφίες Ελλήνων και ξένων πολιτικών, αποτελέσματα εκλογικών αναμετρήσεων και αθλητικές ε. Επίσης, διαθέτει ηλεκτρονική πύλη στο Ίντερνετ.
* * *
η (AM εἴδησις)
1. πληροφορία, αγγελία
2. το ίδιο το γεγονός για το οποίο δίνεται η πληροφορία
νεοελλ.
Ι. 1. η πρώτη αναγγελία κάποιου γεγονότος στον Τύπο, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση
II. φρ.
1. «παίρνω είδηση» — καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
2. «δίνω είδηση» — ειδοποιώ, πληροφορώ
3. «φέρνω ειδήσεις» — γνωστοποιώ
(αρχ.- μσν.) γνώση, επίγνωση
μσν.
απόλυση, απομάκρυνση από κάποια θέση
αρχ.
1. μάθηση, γνώση
2. πληθ. εἰδήσεις
τρόποι μαθήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδησις σχηματίστηκε από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας *weid- «γνωρίζω», η οποία εμφανίζεται στον παρακμ. οίδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • είδηση — η 1. γνώση, εμπειρία: Δεν έχω είδηση από πυρηνική φυσική. 2. άγγελμα, πληροφορία, μήνυμα: Δεν έχουμε περισσότερες ειδήσεις για το ναυάγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… …   Dictionary of Greek

  • Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”